Μεγ. Μαντίνεια 1925 περίπου
Ο παππούς μου, ο μπάρμπα-Θόδωρος
Με αφορμή αυτή τη νεανική φωτογραφία του παππού μου, είπα να εξιστορήσω τη ζωή του.
Ο παππούς, ο μπάρμπα Θόδωρος όπως τον θυμούνται οι πιο μεγάλοι, είχε γεννηθεί στα ορεινά Αλτομιρά της Δυτικής Μάνης. Οι γονείς του ονομάζονταν Γρηγόρης και Σταυρούλα (Κοζομπόλη). Ο πατέρας του, ο Γρηγόρης Θ. Μπελίτσος (1877-1918), ήταν μοναχογιός, δεν είχε ούτε πρωτεξάδελφα, οπότε η συγγένεια με τους άλλους Μπελιτσαίους των Αλτομιρών (που εγκαταστάθηκαν στον Κάμπο Αβίας και στη Μεγ. Μαντίνεια) ήταν πολύ μακρινή. Είχε τελειώσει το σχολαρχείο· σώζονται μάλιστα κάποια βιβλία του. Στα Αλτομιρά ήταν ψάλτης και επίτροπος του ναού. Την ψαλτική ικανότητα την κληροδότησε και στον παππού μου αλλά την εξάσκησε κυρίως ο αδερφός του παππού, ο μπάρμπα Πότης Μπελίτσος (1917-2003) που υπήρξε μόνιμος ψάλτης της ενορίας Μεγ. Μαντίνειας Αβίας· ψάλτης είναι σήμερα κι ο γιος του, ο Γρηγόρης Π. Μπελίτσος.
Γύρω στο 1914 η οικογένεια του παππού κατέβηκε από τα Αλτομιρά κι εγκαταστάθηκε στη Μεγάλη Μαντίνεια που ήταν πιο εύφορο και πλούσιο χωριό. Αλλά το 1918 ο πατέρας του πέθανε, οπότε ο παππούς βρέθηκε ξαφνικά να είναι προστάτης της πατρικής οικογένειας, σε ηλικία 14 ετών! Είχε να φροντίσει τρία μικρότερα αδέρφια: τη Στασινή (1907-76, αργότερα σύζ. Παν. Σκαφιδά στην Καλαμάτα), τη Γιωργίτσα (1910-34, αργότερα σύζ. Θεόδ. Κωστέα στη Μεγ. Μαντίνεια) και τον νεογέννητο Πότη (1917). Επίσης, είχε μια φιλάσθενη αδερφή, τη Ζαχαρούλα (1900-25), από την πρώτη σύζυγο του πατέρα του που είχε αποβιώσει μετά τη γέννα. Επί πλέον, κληρονόμησε την ευθύνη της φροντίδας που είχε αναλάβει ο πατέρας του απέναντι σε δυο ορφανές ανήλικες ανιψιές του, κόρες της αδερφής του. Πάρα πολλά βάρη για τις πλάτες ενός 14χρονού παιδιού, το οποίο αγαπούσε τα γράμματα αλλά δεν μπορούσε πια να συνεχίσει το σχολείο.
Με την βοήθεια της μητέρας του, της θεια-Γληγορούς, που οι παλιοί την θυμόντουσαν ως μια δυναμική, δραστήρια και καπάτσα γυναίκα, και με σκληρή δουλειά, αρχικά ως εργάτης στα χωράφια κι αργότερα όταν ενηλικιώθηκε ως ζευγολάτης με δικά του βόδια, κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Πρώτα να διασφαλίσει την μικρή αγροτική περιουσία που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του, κυρίως χωράφια αγορασμένα δια λόγου, κάποια από τα οποία ήταν ενυπόθηκα σε ντόπιους δανειστές και δεν είχαν αποπληρωθεί. Το 1924 δημιούργησε οικογένεια με την Αργύρω Κουτίβα (1901-97) από τα Μπρίντα Γαϊτσών, η οποία ήταν ορφανή και τότε ζούσε στη Μεγ. Μαντίνεια με μια θεία της. Μαζί ανάστησαν τρεις γιους, τον πατέρα μου Γρηγόρη (1928-2020), τον Γιώργη (1930) που είναι εν ζωή και τον Παναγιώτη (1934-2013), και γνώρισαν πέντε εγγόνια. Όμως, την ίδια χρονιά ο νιόπαντρος παππούς υπέστη άλλο ένα πλήγμα. Η μητέρα του προσβλήθηκε από τύφο και απεβίωσε, αφήνοντας πολλές οικονομικές εκκρεμότητες και βάρη. Όμως, δεν το έβαλε κάτω. Με σκληρή δουλειά ξεπλήρωσε τα χρέη, αύξησε την περιουσία, προίκισε τις αδερφές του, σπούδασε τον αδερφό του στο Γυμνάσιο Καλαμάτας και έγινε νοικοκύρης. Σύντομα κατάφερε να γίνει αγαπητός στο χωριό με την ευθύτητα, την τιμιότητα, τη φιλοτιμία και την εργατικότητά του.
Ο παππούς ήταν άνθρωπος της δουλειάς, ζυμωμένος στο μεροκάματο, χεροδύναμος, η χειραψία του ήταν αντρίκια (ακόμα τη νιώθω σαν κλείνω τα μάτια), ευθύς και τίμιος στις συναλλαγές του (ο λόγος του συμβόλαιο), πανέξυπνος και δημιουργικός. Εκτός από αγρότης, ασκούσε και το επάγγελμα του πλανόδιου σφάχτη. Κάθε Σάββατο κατέβαινε με το άλογο από τη Μεγ. Μαντίνεια στα καφενεία της παραλίας κι έσφαζε αρνιά ή κατσίκια επί παραγγελία. Στο Αρχοντικό στο μαγαζί του Νικητάκη, στον Κούκκινο στου Γεωργαντά Μπακετέα, στην Παλιόχωρα στου Ανδρέα Λεουτσέα, με τον οποίο κουμπαριάσανε κιόλας (έγινε νονός του πατέρα μου), στο Κοπάνο (Ακρογιάλι) στο μαγαζί του Σωκράτη Σκιά. Ήταν πολύ κοινωνικός, άνθρωπος της παρέας και του κρασιού, δημιουργούσε πολύ εύκολα φιλίες, είχε κάνει κουμπαριές σε διάφορα χωριά και ήταν γνωστός σε όλη την περιφέρεια. Δεκαετίες μετά το θάνατό του, πολλές φορές όταν άκουγαν το όνομά μου σε κάποιο χωριό που είχα βρεθεί, με ρωτούσαν: «τον μπάρμπα-Θόδωρο τι τον είχες;». Κι έσπευδαν να με εξυπηρετήσουν στην ανάμνησή του.
Απέκτησε φιλίες και με τις οικογένειες των λεγόμενων Μαντιναίων, δηλαδή των παλιών κατοίκων της Μεγ. Μαντίνειας, οι οποίοι ήταν πιο εύποροι και αντιμετώπιζαν υποτιμητικά τους ορεσίβιους Αλτομιριανούς που δούλευαν εποχιακά στα χωράφια τους. Η έχθρα αυτή και ο φθόνος έφθανε μέχρι το σημείο να τους αποκαλούν είλωτες, μουζίκους και αχαμνούς, να τους αντιμετωπίζουν υπεροπτικά και να τους υποχρεώνουν να κάνουν δουλειές ακόμα και χωρίς αμοιβή, μιας και οι περισσότεροι ήταν οικονομικά ή εργασιακά εξαρτημένοι. Ο παππούς με τη συμπεριφορά και την προσωπικότητά του, τους αντιμετώπιζε ως ίσους και έκανε φιλίες με πολλές οικογένειες Μαντιναίων. Όχι ότι δεν αντιμετώπισε προβλήματα. Πολλοί προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τη φιλοτιμία του και τη ντομπροσύνη του. Μια περίπτωση, την οποία αφηγείτο ο ίδιος, συνέβη όταν κάποτε έθεσε υποψηφιότητα για κοινοτικός σύμβουλος. Τότε υπήρχε δισταυρία και συνεργάστηκε με κάποιον Μαντιναίο που θεωρούσε φίλο ώστε να ανταλλάξουν συγγενικούς ψήφους. Αλλά εκείνος τον γέλασε. Ο μπάρμπα Θόδωρος δεν ξέχασε αυτή την κατεργαριά και σαν γνήσιος Μανιάτης πήρε την εκδίκησή του, πολλές δεκαετίες αργότερα, στις εκλογές του 1975, όταν προώθησε κι εκλέχτηκε πρόεδρος ο αδερφός του ο Πότης.
1958. Με τον παππού μου, νεοφώτιστος.
Όταν διανοίχτηκε ο αμαξιτός δρόμος ως την Παλιόχωρα, το 1938 νομίζω, αγόρασε μια σούστα κι έκανε μεταφορές και εμπόριο. Αγόραζε λάδι και σύκα από το χωριό και τα πουλούσε στην Καλαμάτα. Από εκεί έφερνε αλεύρι, ζάχαρη κι ό,τι άλλο του είχαν παραγγείλει. Σταδιακά επεκτάθηκε και στα χωριά της Μεσσηνίας, από όπου αγόραζε μούστο ή κρασί. Στην Κατοχή είχε φτάσει ως την Μεγαλόπολη και την Τρίπολη για να πουλήσει λάδι και σιτάρι. Όλα αυτά σε μια εποχή που η κλεψιά, η ληστεία, αλλά και η γερμανική απειλή ήταν σε ημερήσια διάταξη και κανείς δεν εγγυάτο μιαν ασφαλή διαδρομή. Επίσης σε μια εποχή που οι δρόμοι ήταν ακόμα άθλιοι και για να περάσει κάποιος ένα λασπωμένο μονοπάτι, έπρεπε να βάζει δύναμη όση του αλόγου, για να μην κολλήσει η σούστα. Όταν, μετά από εβδομάδες, επέστρεφε στο σπίτι του, ήταν γεμάτος βρωμιά και ψείρες· άλλαζε και πλενόταν στην αυλή για να μη βάλει τις ψείρες και τη βρώμα μες το σπίτι. Συγχρόνως θέλοντας τα παιδιά του να ’χουν καλύτερη μοίρα, φρόντισε να τα στείλει στο γυμνάσιο, στην Καλαμάτα, παρά τις δύσκολες καταστάσεις της Κατοχής. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια φιλοξένησε την πολυμελή οικογένεια της αδελφής του Στασινής, η οποία αλλιώς θα λιμοκτονούσε στην Καλαμάτα.
Στην κατάκτηση της πατρίδας από τους Γερμανούς δεν έμεινε αδιάφορος. Βγήκε στο βουνό, στον Ταΰγετο, μαζί με άλλους Μανιάτες και Μεσσήνιους αλλά για πολύ λίγο. Όταν ξεκίνησαν οι εμφύλιες αψιμαχίες ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες, βλέποντας συγχωριανούς του, ακόμα και συγγενείς, να πολεμούν ο ένας τον άλλον, εγκατέλειψε το αντάρτικο κι επέστρεψε στο χωριό, λέγοντας προφητικά: "Θα σκοτωθούμε μεταξύ μας" και δυστυχώς βγήκε αληθινός.
Παλιόχωρα 1946. Ο Θόδωρος Μπελίτσος μπροστά στο μαγαζί του.
Μεταπολεμικά, ο παππούς αποφάσισε να μετοικήσει στην παραλία της κοινότητας, διαβλέποντας πως εκεί θα μεταφερθεί το κέντρο της οικονομικής ζωής. Από την προπολεμική περίοδο είχε αγοράσει κτήματα στην παραλιακή ζώνη με αυτή την προοπτική, που την ανέβαλε λόγω του πολέμου. Αγόρασε ένα δίπατο στην Παλιόχωρα και στο ισόγειο άνοιξε το "Καφεοινοπαντοπωλείον η Αγάπη". Το μαγαζί αυτό ήταν μπακάλικο, καφενείο και ταβέρνα (είχε πάντα βαρελίσιο κρασί). Φυσικά, συνέχισε να εργάζεται στα χτήματα, σε δικά του και σε ξένα ως ζευγολάτης με το μουλάρι του. Συγχρόνως έκανε το χασάπη. Κάθε Σάββατο έσφαζε αρνιά και κατσίκια και πουλούσε κρέας, επί παραγγελία στην Παλιόχωρα και στους γειτονικούς οικισμούς. Κι εγώ τα καλοκαίρια, ως νεαρός μπακαλόγατος, παρέδιδα τα πακέτα στα σπίτια. Επίσης, δεν εγκατέλειψε τις μεταπρατικές του συνήθειες· π.χ. εμπορευόταν σύκα. Την δεκ. ’60 αναλάμβανε τη συγκέντρωση και την τροφοδοσία με φρέσκα σύκα σε εργαστήρια ζαχαροπλαστικής της Καλαμάτας. Επίσης, ανέλαβε το κοινοτικό τηλεφωνείο-τηλεγραφείο, όταν το εγκατέλειψε ο Σπύρος Γεωργουλέας λόγω γήρατος. Γενικά, διέβλεπε τις ευκαιρίες πριν ακόμα τις δουν οι άλλοι και τολμούσε.
Στην αρχή είχε δυσκολίες καθώς στην Παλιόχωρα υπήρχαν κι άλλα μαγαζιά: του Ηλία Πουλέα που μόλις είχε ανοίξει και δύο προπολεμικά, του Σπύρου Γεωργουλέα και του Ντίνου Λεουτσέα. Το μαγαζί του κουμπάρου του, του Ανδρέα Λεουτσέα, είχε κλείσει καθώς ακροδεξιοί παρακρατικοί είχαν δολοφονήσει αναίτια τον ιδιοκτήτη. Παρά τον ανταγωνισμό το μαγαζί του μπάρμπα Θόδωρου, όπως τον ήξεραν όλοι, κατόρθωσε να επιβιώσει και να καθιερωθεί. Την δεκαετία του ’60 σταδιακά εξελίχθηκε σε θερινή εξοχική ταβέρνα. Υπήρξε τότε μια γενικότερη μεταμόρφωση στην οικονομία του χωριού, το οποίο σταδιακά εξελίχθηκε σε τουριστικό θέρετρο, λόγω της καθαρής θάλασσας και της όμορφης ακρογιαλιάς. Στις αρχές της δεκ. ’70 ο μικρότερος γιος του, ο Παναγιώτης, το μετέτρεψε σε ψαροταβέρνα, η οποία ήταν πασίγνωστη και λειτούργησε για πολλά χρόνια.
Τότε ο παππούς αποσύρθηκε διακριτικά απολαμβάνοντας τους κόπους μιας ζωής, χαρούμενος για την πρόοδο των παιδιών του, τα οποία είχαν πλέον δημιουργήσει δικές τους οικογένειες και ευχαριστιόταν να μας φιλοξενεί στις διακοπές του Πάσχα και τα καλοκαίρια. Στις οικογενειακές συνάξεις του άρεσε να τραγουδά με την μπάσα φωνή του κλέφτικα τραγούδια της τάβλας, όπως τα θυμόταν από τα νιάτα του.
Παλιόχωρα 1950 περίπου. Ο Θόδωρος Μπελίτσος (με τη γραβάτα) στο μαγαζί του σε κάποια γιορτή, με τους Γιάννη Παπαδέα, Γιώργη Κουτίβα, Αφεντάκη (με το βιολί), άγνωστο (με το μπουζούκι), Γιώργη Κουκούτση.
Η τελευταία μεγάλη ικανοποίηση της ζωής του ήταν η εκλογή του αδελφού του Παναγιώτη ως πρόεδρου της κοινότητας στις εκλογές του 1975. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του χωριού που εξελέγη πρόεδρος κάποιος μη Μαντιναίος. Ο ίδιος προσπάθησε πολύ γι’ αυτό. Μέσα του φύλαγε για δεκαετίες την πίκρα από την ατιμία που του είχε γίνει, όταν είχε θέσει κάποτε υποψηφιότητα και τον ξεγέλασαν. Μετά από 40 και πλέον χρόνια, πήρε τη μικρή, προσωπική του εκδίκηση. Η ανάμειξή του στην εκλογή του αδελφού του, τον οποίο ο ίδιος είχε παρακινήσει, ήταν καθοριστική.
Ο μπάρμπα Θόδωρος πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 23 Μαρτίου 1978 σε ηλικία 74 ετών, την ώρα που προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο στον μπαξέ του. Έφυγε ευχαριστημένος. Είναι χαρακτηριστική η φιλοσοφημένη κουβέντα που έλεγε συχνά στη γιαγιά μου την Αργύρω, τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει:
«Είναι καιρός να πεθάνουμε Αργύρω!» και στην έντονη διαφωνία της, απαντούσε:
«Μην είσαι χαζή! Είμαστε στην καλύτερη ηλικία. Τα παιδιά μας τα είδαμε να προοδεύουν, να κάνουν οικογένειες, να ευτυχούν. Εγγόνια γνωρίσαμε, τι άλλο μένει να δούμε; Στεναχώριες; Γιατί να μη φύγουμε ευχαριστημένοι;»
Την κηδεία του παρακολούθησαν εκατοντάδες άνθρωποι από όλη την περιοχή, αφού ήταν γνωστός κι αγαπητός σε όλο τον τέως Δήμο Αβίας αλλά και σε πάρα πολλούς στην Καλαμάτα και στη Μεσσηνία. Τον ξενύχτησαν με μανιάτικα μοιρολόγια πολλές μοιρολογίστρες, με επικεφαλής τη θεια-Κοκκώνα Καπετανάκη. Χρόνια είχαν να ακουστούν μοιρολόγια σε ξόδι στο χωριό κι είναι αμφίβολο αν από τότε ξανακούστηκαν. Τον τίμησαν ως σπουδαία προσωπικότητα του τόπου του, όπως ήταν και όπως του άξιζε.
Πολλά από τα μοιρολόγια εκείνα αποτυπώθηκαν από ένα κινηματογραφικό συνεργείο, το οποίο γύριζε τότε στην περιοχή μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα», σε παραγωγή του Γιώργη Θεμ. Κοζομπόλη, σενάριο και σκηνοθεσία του Λευτέρη Ξανθόπουλου. Σκηνές από την κηδεία υπάρχουν σε αυτό το φιλμ, το οποίο βραβεύτηκε στο φεστιβάλ της Δράμας το 1978. Έχει παιχτεί κατά καιρούς στην κρατική τηλεόραση και υπάρχει στο διαδίκτυο. Όμως, το υπόλοιπο, εκτός φιλμ, υλικό δυστυχώς χάθηκε κάπου στη Γερμανία, όπου έγινε το μοντάζ.
Αυτή ήταν η ζωή του παππού μου, που φέρω περήφανα το όνομά του, ο τρίτος στη σειρά καθώς και ο δικός του παππούς στα Αλτομιρά, Θοδωρής λεγόταν.
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος, 10.11.22
Ο μπάρμπα Θόδωρος σε ηλικία 70 ετών περίπου.
Αρχείο Θοδωρή Μπελίτσου
Ωωωω! Σε ευχαριστώ πολύ Γεωργία. Μεγάλη μου τιμή. Πολύ σε ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφή